Новогреческий словарь
γοργοτάξιδος
γοργοτάξιδ|ος
быстрый, быстроходный
(о судне)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быстрый
? —
γοργοτάξιδος
как на
(ново)греческом
будет слово
быстроходный
? —
γοργοτάξιδος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γοργοτάξιδος
? — быстрый, быстроходный
#
(ново)греческий словарь
—
ανταρτοπόλεμος
—
γλυκάνισο
—
αυλητική
—
ανακρωτηρίαστος
—
θράσεμα
—
υποναύαρχος
—
αρχιδαράς
—
μπορετός
—
ξεθώριασμα
—
ανεκζήτητος
—
επισκοτώ
—
πουλί
—
συνυπόσχομαι
—
διγνωμία
—
αμπελοκτηματίας
—
επείγον
—
στεφάνωση
—
διαθερμαίνω
—
χρυσομηλέα
—
περίτριμμα
—
λαζουρίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве