Новогреческий словарь
επαίχθην
επαίχθην
παθ. αόρ. от παίζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαίχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προφυλάγω
—
σπαρτάρισμα
—
χορογραφικός
—
λύχνος
—
ξερός
—
οροφή
—
εννεαετής
—
ξεφουσκώνω
—
απειροπλασίως
—
μανουλίτσα
—
χρωμόσφαιρα
—
έταμον
—
αχωνευσία
—
λικμίζω
—
οδυσσειακός
—
τσιφλίκι
—
κοιλόπονος
—
ξαρμυρισμένος
—
αχρύσωτος
—
μικροπράμα
—
μαθήτευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве