|
бояться, трусить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бояться? — αποδειλιώ как на (ново)греческом будет слово трусить? — αποδειλιώ как с (ново)греческого переводится слово αποδειλιώ? — бояться, трусить — πιτσίλισμα — σανσκριτικά — ραγδαία — κανναβόπανο — εγκαταλείπω — επιόν — βολιδοσκόπηση — σφεντάμι — εγωλατρία — αυτοδηλητηρίαση — καμπανιά — πεθυμώ — ανουρία — μοιρολάτρης — πρωταπριλιάτικος — λογογράφος — πατατόσουπα — εκσπερμάτιση — αναπόδιαση — εκπλύνω — σφήνωση |
|||