Новогреческий словарь
αριθμητήρας
αριθμητήρας
ο 1)
нумератор
(аппарат);
2)
счётная машина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нумератор
? —
αριθμητήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
счётная машина
? —
αριθμητήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αριθμητήρας
? — нумератор, счётная машина
#
(ново)греческий словарь
—
εκατονταπλασιάζω
—
αρχιπέλαγος
—
ρευστότητα
—
μεσοσπονδύλιος
—
ατζαμίστικος
—
αναβροτήριον
—
κατεπείγω
—
βαθμιαία
—
αναχάραγμα
—
απομεινάδι
—
παίξιμο
—
αστροειδής
—
αποπίνω
—
προσχεδίασμα
—
ελαιόλιθος
—
διαστομωτήριον
—
διαγουμάω
—
απολιχνίδι
—
προσηλυτισμός
—
συναρίθμησις
—
κρυπτοκουκουές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве