Новогреческий словарь
επιβλαστάνω
επιβλαστάνω
(αόρ. επεβλάστησα) уст. бот.
паразитировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
паразитировать
? —
επιβλαστάνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιβλαστάνω
? — паразитировать
#
(ново)греческий словарь
—
επίδομα
—
ημιδιατροφή
—
αμαξοσπάστης
—
χαλικίτις
—
κατσίκα
—
ακοομετρία
—
ανθρακεία
—
λευκαστής
—
μπομπόνι
—
συνδετήρας
—
ανύσταγος
—
εισακούω
—
παντοτινός
—
κασελλάκι
—
ψυχοπαθής
—
εμβρυοθλάστης
—
μάμμη
—
αλβανική
—
δικαιοδοσία
—
απεικασμός
—
στερνήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве