|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργασιακός? — — τροφοδοτώ — χαρμόσυνος — φουντάρισμα — ποντικοφάρμακο — εύρωστος — κινησιοθεραπευτής — ανταπαντώ — νεκρώνω — καλαμποκίσιος — διαρχικός — αιδοίο — αμωλώπιστος — αυτουργία — μακρηγορία — μπακάμι — ξέρω — τυμβωρυχία — μελιτζάνα — υπερδισύλλαβος — θρυαλλίδα — φιλδισένιος |
|||