|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γονεϊκός? — — υδράργυρος — απικρος — γωβιός — πινακηδόν — ασυνεννοησία — βαυκάλημα — καρούλι — έξωση — ραπόρτο — παραστός — εθελοτυφλία — δασκάλισσα — πιθηκισμός — χλαίνα — ξεσκούφωτος — εισιτήριος — διαλάληση — φιλικός — γκαμπαρντίνα — κατάψυξη — γέρνω |
|||