Новогреческий словарь
εντερονίδα
εντερονίδα
(-ίδος) η мор.
внутренняя обшивочная доска
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внутренняя обшивочная доска
? —
εντερονίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντερονίδα
? — внутренняя обшивочная доска
#
(ново)греческий словарь
—
κοινοτάφιο
—
πεπονοκέφαλος
—
αραβοσιτοκαλλιέργεια
—
παπλωματάδικο
—
εξαρθρωτικός
—
ρουσούμπελη
—
θησαορός
—
οξύαυλος
—
σαμπί
—
δημοκόλακας
—
εκτόπλασμα
—
μαρτύρευμα
—
εστία
—
γαλόνι
—
διαλαλίζω
—
πασίχαρος
—
αναπόληση
—
αλαφρομυαλιά
—
φύκι
—
λιθοκοπία
—
ευφλεκτότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве