|
η лестница (приставная или верёвочная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лестница? — ανεμόσκαλα как с (ново)греческого переводится слово ανεμόσκαλα? — лестница — δενδρόλιθος — ζέρβας — τρομαγμένος — μαίνη — νεροτσουλήθρα — χρονομέτρημα — ερινεόν — μαυροφόρος — σούς — πυροβολισμός — γαρυφαλέλαιον — αρμέγκι — καθολική — αρπαχτής — σταχτιάζω — αερομαχία — επιβράχυνση — κακοδαιμονία — κύτταρο — στρυμωχτός — πολίτευμα |
|||