|
метеорологический; ~ό δελτίο — сводка погоды; ~ή υπηρεσία — бюро погоды, служба погоды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метеорологический? — μετεωροσκοπικός как с (ново)греческого переводится слово μετεωροσκοπικός? — метеорологический — αποτέφρωση — άτσουχτος — ικανότητα — βιολόλυρα — χρυσοκεντητής — γύρος — πισσοτήρας — καταβάλλω — κρεμέζο — χοχλακίζω — απλεχτος — φθοροποιός — ανεπούλωτος — ανεμοδόχος — δείλιασμα — καρμίννο — εντολεύς — λεπτογραμμένος — ταυτολόγος — κλίμαξ — φούσκα |
|||