Новогреческий словарь
ομοιοπλαστικός
ομοιοπλαστικός
мед.
гомопластический
;
~ή εγχείρηση — гомопластическая операция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гомопластический
? —
ομοιοπλαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομοιοπλαστικός
? — гомопластический
#
(ново)греческий словарь
—
τσικρίκι
—
σεβαστικός
—
λησμονιούμαι
—
ξαστοχώ
—
εναντιοπαθής
—
σύναμμα
—
λιανοτρέμω
—
μέτζο
—
χημιοφωταύγεια
—
αντιπήδημα
—
πιέτα
—
ξαπλωτός
—
αγοραστής
—
εξακριβώνω
—
κλινικά
—
βουβαίνομαι
—
κάργα
—
ανθρακούχος
—
καταθέτης
—
επικρεμώ
—
ειδήμονας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве