|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ομορφάνθρωπος? — — αναντίστρεπτος — συρματοποίησις — κουνέλα — αγριοβαλανιδιά — σφενδονίζω — υπουργήσιμος — Αρμένιος — ατσαλένιος — ανασκευαστικός — προεδρεία — προβόδισμα — γλυκοτραγουδημένος — καταμερισμός — κλίφι — ασύντακτος — ακατάστατος — οξυκέρασος — καπνοκοπτήριο — κρεμάλα — ιπποδρόμιο — υπεργολαβία |
|||