Новогреческий словарь
κοινωνικοποιούμαι
κοινωνικοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοινωνικοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διάπλαση
—
μπανανιά
—
καπηλευτικός
—
ενδοψία
—
μεθόριος
—
εξάμβλωσις
—
θροφή
—
ανασυγκροτώ
—
αφατρίαστος
—
γελάκι
—
αποθεώνω
—
κουκκί
—
μαζεμένος
—
γιαραμπής
—
τρυγητός
—
φρέσκο
—
αλλεπαλληλία
—
ενεστώτος
—
ανεπίστροφος
—
υπερακοντίζω
—
αντεκδικήτρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве