|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετρελαιοφόρο? — — μεταστροτοπεδεύω — αγουρούτσικος — λιανεύω — τυραννικός — σκληρίζω — ακαταπόντιστος — ψάχαλο — γυρώτρια — πολιότης — οπλοποιός — μνηστήρας — μονοπέταλος — επουράνος — κτένα — ιπποτικός — πλατειαστικός — αδιαιρετότητα — παίρνω — ξενοδοχοϋπάλληλος — αποχιονιστικός — κτηματολόγιο |
|||