Новогреческий словарь
αποστειρωτής
αποστειρωτ|ής
ο
стерилизатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стерилизатор
? —
αποστειρωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστειρωτής
? — стерилизатор
#
(ново)греческий словарь
—
πυροβολείο
—
λαϊκίστικα
—
σκαρφαλωτός
—
φαλάκρωση
—
πιστός
—
αντεξεγείρω
—
περιπατητικός
—
αποδιάλεγμα
—
πεντηκόνταρχος
—
φυγομαχώ
—
γκραβούρα
—
χοντρέλλος
—
κυλινδρωτός
—
ανθρωπομορφισμός
—
ψευτόπονος
—
ακροβούνι
—
ατομοκρατία
—
υπερηκοΐα
—
ανταλλακτήριος
—
ανεγνωμιά
—
τρόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве