|
το оленёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оленёнок? — αλαφάκι как с (ново)греческого переводится слово αλαφάκι? — оленёнок — κάμαρη — έκλυτος — ανδροπληθής — άισμπεργκ — ουλούκι — πικρότητα — φαντασμός — σόκιν — παπαδολόγι — καταγομνώνω — δαντελλένιος — καρικωμένος — πολλαπλάσια — αφκιασίδωτος — προασφάλιση — λαμνοκόπος — τόκα — δοκιμιογραφία — ωραία — εκατόχρονος — λεύχειμο |
|||