Новогреческий словарь
ρήσος
ρήσ|ος
ο зоол. 1)
рысь
;
2)
макака
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рысь
? —
ρήσος
как на
(ново)греческом
будет слово
макака
? —
ρήσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρήσος
? — рысь, макака
#
(ново)греческий словарь
—
αδηφαγία
—
λόβιον
—
καλοδουλεμένος
—
αλατοπίπερο
—
μητρότητα
—
πολίτης
—
ψυχοδιανοητικός
—
γαλακτοσάκχαρο
—
σαξόνιος
—
υποτιμώ
—
στάφνη
—
κουραδόβλαχος
—
φαρσί
—
ατμοσίδερο
—
ωραία
—
λατινικά
—
μετωπικός
—
τετράκις
—
ψυχρολουσία
—
εθνοκτονία
—
γενικεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве