|
десятилетний; ~ο αγόρι — десятилетний мальчик; ~η πολιορκία — осада(__,__) длившаяся десять лет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово десятилетний? — δεκάχρονος как с (ново)греческого переводится слово δεκάχρονος? — десятилетний — συνεργός — επίξεση — γελοιογραφώ — λαθροχειρία — διπροσωπία — μόρφωμα — βροτολοιγός — ανάμεστος — αγριάδα — αποκένωση — λοφοσειρά — ογδοήντα — απλοχέρι — ερεικοειδής — αποθωρακίζω — κοχλάδι — εκλιπών — προλέγω — κοχλιακός — μεσαριά — επιτήδευση |
|||