|
η монголка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монголка? — Μογγόλα как с (ново)греческого переводится слово Μογγόλα? — монголка — ιχθυοτρόφος — ικτερώδης — άνευρος — ζωντοχήρος — ναυλωτής — βορός — διαιτολόγιο — εναρκτικός — σκιαγραφικός — πατερίτσα — γυρμένος — αμβλυωπός — αυλοειδής — φιδοκολώ — παλληκαρωσύνη — αναμφίβολα — Αρβανίτισσα — αιγαιοπελαγικός — νταβραντισμένος — αραβοσιτάλευρο — βγάζω |
|||