Новогреческий словарь
εξανέστην
εξανέστην
αόρ. от εξανίσταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξανέστην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νυχτοφύλακας
—
δογματικότητα
—
τροπολογώ
—
ισόβαθμος
—
ένθειος
—
εδράζω
—
δαφνοκέρασος
—
απαισιοδοξώ
—
λαρυγγίζω
—
ιδεώδης
—
καταψύχω
—
κουτσονούρης
—
χαμολόγι
—
χαλάρωση
—
φαραώ
—
μηδενικός
—
σπινθήρισμα
—
επενδύτης
—
πολυθέλγητρος
—
αποκοττώ
—
εμφύτευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве