|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνωμοτικώς? — — καλαθάκι — μηχανοτεχνίτης — εφτακοσάρι — φεγγαρίζω — φραντζολίτσα — παρδαλίζω — γραφιστική — δίποδο — κουρούπα — παλούκωμα — κατάκοπος — λογάτε — επέτειος — εμβαλλάγιον — τσιμπημένος — πηλοβατώ — κοκκορεβυθιά — αερολογία — αναχώνω — ιχνεύω — αυτοεπαινούμαι |
|||