|
замазывать смолой, смолить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замазывать смолой? — κεδρώνω как на (ново)греческом будет слово смолить? — κεδρώνω как с (ново)греческого переводится слово κεδρώνω? — замазывать смолой, смолить — άμπακος — εορτάσιμος — πολυάριθμος — καμινευτήριο — βλασφημητικός — λαμπίτσα — υδροστατική — κουτρούλης — εγκαρσίως — ορμητικότητα — παραβαραίνω — στημόνι — θώς — αντικαθολικός — απείρως — υποκύανος — αναλίσκω — μπιρμπιλώνω — συναυλία — ποιμνιοστάσιο — ακαματωσύνη |
|||