Новогреческий словарь
σημαδούρα
σημαδούρα
η мор.
буй, буёк; бакен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
буй
? —
σημαδούρα
как на
(ново)греческом
будет слово
буёк
? —
σημαδούρα
как на
(ново)греческом
будет слово
бакен
? —
σημαδούρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σημαδούρα
? — буй, буёк, бакен
#
(ново)греческий словарь
—
άρωμα
—
ντεκρετσέντο
—
οινοπνευματοπωλείο
—
αζήμιωτος
—
αργυροκέντητος
—
νεωτερικά
—
εναντιόμορφος
—
προγονολάτρης
—
κατακόβω
—
προκηρήττω
—
φούσκωμα
—
ναυτολογώ
—
εγγυητικό
—
γέρουκλας
—
ασπρογαλιάζω
—
ασχόλημα
—
χιούτη
—
αγκάθα
—
λιόδεντρο
—
σποροκαθαριστήριο
—
νεροσωλήνας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве