|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρητορικότης? — — αρκούντως — μακρύνω — σχηματοποιούμαι — εναντία — ξεκουκουλώνω — λιθουανικά — αποκρεμούμαι — μεταξοσκούληκας — αψομίλητος — συνεργασία — μύξα — κλωτσηδόν — αχρωματία — σφαλερός — ιρρεδεντισμός — τρίψιμο — αυγουστιανός — προσφυγόπουλο — ανάδελφος — μαθηταριό — έμπροσθεν |
|||