|
в трёх действиях; ~χτη κωμωδία — комедия в трёх действиях #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово в трёх действиях? — τρίπρακτος как с (ново)греческого переводится слово τρίπρακτος? — в трёх действиях — κοβάλτιο — τριφτό — νομισματοκοπία — ίλαρχος — τελματώνομαι — κράνος — μοχλεύω — μελάμπυρο — συννοσηρότητα — μεσιτικός — φιλοπαίγμων — βαμβακόπιττα — δυσερμήνευτος — έχει — παραζάλη — αναγκαστικός — κουλοχέρης — κοτασκάπτω — κυνηγάρικος — οριστικός — προσκλίνω |
|||