Новогреческий словарь
ψιλούρια
ψιλούρια
τα
мелкая монета
;
===
δέν έχω ~ — не иметь ни гроша
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мелкая монета
? —
ψιλούρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψιλούρια
? — мелкая монета
#
(ново)греческий словарь
—
κυλινδρόμυλος
—
ατέλευτος
—
κρυψίγαμος
—
δαμαλιδοκομείον
—
ξυλουργείο
—
ρεμβαστικός
—
δημαρχεύω
—
φακιολίζω
—
ακολάκευτος
—
γκρεμώ
—
ψεκαστικός
—
αρτεργάτρια
—
αγριοκυδωνιά
—
λέαινα
—
καλτσόν
—
Μεσοπεντηκοστή
—
σεμινάριο
—
δικρανωτός
—
ξεβοτανίζω
—
ψωμοζήτης
—
κακοπαντρειά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве