|
η 1) сливки; 2) жир #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сливки? — αμύλα как на (ново)греческом будет слово жир? — αμύλα как с (ново)греческого переводится слово αμύλα? — сливки, жир — εύρυθμος — σκοτεινά — δυσμένεια — παρεκτός — Βρετταννός — ανθοκομική — αργυροχόος — καφτάνι — υπόδουλος — δακρυαγωγός — Ρωσίδα — γαγγραινικός — ωχρός — ενδείκτης — αρχειοθέτρια — λεβητοηοιία — ποτέ — λαζούλιθος — φυλάκιση — φωταγωγία — μυταρού |
|||