Новогреческий словарь
αμύλα
αμύλα
η 1)
сливки
;
2)
жир
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сливки
? —
αμύλα
как на
(ново)греческом
будет слово
жир
? —
αμύλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμύλα
? — сливки, жир
#
(ново)греческий словарь
—
χανιάτικα
—
αμμάτισμα
—
γνωμίζω
—
φωτοηλεκτρικός
—
λουλουδάδικο
—
θαμνώδης
—
σακκορράφα
—
απόσχισμα
—
χουγιαχτό
—
δεοτερόκλαδος
—
ασφούγγηστος
—
λαφροχαϊδεύω
—
μηναίο
—
ασφαλώς
—
μεσοσπονδύλιος
—
σωκάρδι
—
κροκάρι
—
συγχρόνως
—
σωληνίσκος
—
μελάγχρους
—
εκπιεστήριον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве