Новогреческий словарь
πιστάγκωνα
πιστάγκωνα
локтями назад
;
δένω κάποιον ~ — вязать, связывать (__кому-л.__) руки за спиной
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
локтями назад
? —
πιστάγκωνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιστάγκωνα
? — локтями назад
#
(ново)греческий словарь
—
αιμοπτυσία
—
πλαγκτός
—
ασχημόμουτρο
—
βουτυροποιείο
—
παρανομία
—
ξεροτρώγω
—
υποδεέστερος
—
δοκιμασμένος
—
συθέμελα
—
κατάκορος
—
σατινάρω
—
ανακούφιση
—
δυσαρεστημένος
—
ακανθόχοιρος
—
άχριστος
—
δυσφημία
—
φερετζές
—
επίκλιση
—
θεοφοβούμενος
—
διευκρινιστικός
—
ισομοιρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве