|
το уст. сено; солома; === ~ οφθαλμών — предмет зависти #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сено? — κάρφος как на (ново)греческом будет слово солома? — κάρφος как с (ново)греческого переводится слово κάρφος? — сено, солома — πηλοπάτησις — επιχέω — φάλτσος — παλιότερος — δάμαλις — βρογχοσκόπηση — θειώδης — χωροσταθμητής — απροσδόκητα — μετριόφρων — αβούρτσιστος — σκωληκοφαγωμένος — πλώρα — συλλογισμός — περισσότερον — απραξία — αγαπίζω — βασιβουζούκος — καμηλίσιος — εντοπιστικός — οιστρογόνο |
|||