|
το прям., перен. пробуждение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пробуждение? — ξύπνισμα как с (ново)греческого переводится слово ξύπνισμα? — пробуждение — ροπαλάκι — δευτερεύων — πολιτιστικός — κοιλιαλγία — γαμψός — ακαλλιεργησία — δυσμετάπειστος — αγγόνι — μελετώ — αντιμεταρρυθμιστικός — σεξουαλισμός — ιμπρεσσιονίστρια — ρομάντζα — πατρόν — ενάντιο — αδερφοδιώχτης — κρυφάκουσμα — αθεόφοβος — βωμός — αθήρ — βουτσινάς |
|||