|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρατηρητικώς? — — φιλοποσία — δαγκωτός — εναρμονίστρια — εσσάνς — ιωνιστί — αίσχος — ανασυγκροτικός — τρίτη — εγγενής — χαζομπαμπάς — βιογράφος — αληθοέπεια — αφαλόκομμα — εκλαύσθην — εθνικός — ερωτεύομαι — σκαντζάρω — τρομάζω — εύμολπος — ναρκισσιστικός — ακοστάρισμα |
|||