Новогреческий словарь
παρατηρητικώς
παρατηρητικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατηρητικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απότριμμα
—
ασνταξία
—
ουρολοίμωξη
—
ψυχοθεραπεύτρια
—
γυναικολογία
—
πρεσβευτής
—
αφελκύω
—
μπογιάντισμα
—
ανάληθος
—
καθήκι
—
μαστάρι
—
βόλος
—
αλεξίλυπος
—
στρύχνος
—
φουρκάδα
—
συμπεθεριάσματα
—
ονειρόπλαστος
—
κάτω
—
χονδρός
—
θερμαντικός
—
ορθοστάτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве