Новогреческий словарь
καρδούλα
καρδούλα
η
сердечко
;
===
~ μου — [phrase]милый мой, мой дорогой; милая моя, дорогая моя[/phrase]
;
τό λέει η ~ του — [phrase]он храбрый[/phrase], бесстрашный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сердечко
? —
καρδούλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρδούλα
? — сердечко
#
(ново)греческий словарь
—
αποτυχαίνω
—
αποκολλώ
—
αναστηλώνομαι
—
μινοράκι
—
λεπτουργικός
—
ακαταμέριστος
—
ροχάλισμα
—
σοφράς
—
λουτήρας
—
ξεποδαριασμένος
—
βαφτισιμιός
—
νταγιαντώ
—
σοσιαλεπαναστάτης
—
βοϊδόγλωσσο
—
δασολογία
—
ποσπατευτός
—
αναλγησία
—
παραδοτέος
—
συγκέρασμα
—
ελαφροήσκιωτος
—
εσώτατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве