|
η бот. араукария #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово араукария? — αραυκαρία как с (ново)греческого переводится слово αραυκαρία? — араукария — λογοδοτώ — επιτροπεία — κυματώδης — ανάχλι — επανάληψη — σαλπιστής — νιχιλιστικός — όρθρος — σχαστηρία — επιρρηματικός — συνωδία — μαλλισρισμός — σιταράς — ακρουμαίνομαι — αγοραπωλησία — λουσαρίζω — μαλαγανεύω — προτονίς — ανώγι — αξεστάχυαστος — καβαντζάρω |
|||