Новогреческий словарь
ανάερα
ανάερα
легко, плавно
;
περπατάω ~ — иметь лёгкую походку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко
? —
ανάερα
как на
(ново)греческом
будет слово
плавно
? —
ανάερα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάερα
? — легко, плавно
#
(ново)греческий словарь
—
εκλέγεσθαι
—
κρυστάλλωση
—
διαμελίζω
—
παρηχητικός
—
σκοταδερός
—
εφιαλτικός
—
συναδελφικός
—
μικράκι
—
καλοθυμούμαι
—
ομμάτιον
—
εμβρυοθυλάκιον
—
πευκόδασος
—
αγαρηνός
—
αποβιταμινωμένος
—
έξαφνα
—
απροκάλυπτος
—
αντιδωρεά
—
νοήμονας
—
ξύπνος
—
μορφογένεση
—
γένιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве