Новогреческий словарь
ακουαρέλλα
ακουαρέλλα
η
акварель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
акварель
? —
ακουαρέλλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακουαρέλλα
? — акварель
#
(ново)греческий словарь
—
αυξάνω
—
ξιφιός
—
επιλήψιμο
—
παδελομούρης
—
γονιμοποιός
—
διαυγάζω
—
διττανθρακικός
—
βενζίνη
—
κομποσκοίνι
—
αβύζαχτος
—
μπλάβος
—
ατρύπωτος
—
φαλσέττο
—
παμψυχισμός
—
ανομοίωση
—
συμφιλιωτικά
—
επαρχεύω
—
ευκτήριος
—
ξυπόλητος
—
μπουφάν
—
οροθεσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве