Новогреческий словарь
δυάρι
δυάρι
το
двойка
(в картах и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двойка
? —
δυάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυάρι
? — двойка
#
(ново)греческий словарь
—
επεξήγηση
—
συναδελφικός
—
ακάρπωτος
—
αισθησιακός
—
αυτομαθής
—
απότομος
—
συννεφόκαψη
—
μασκαρένιος
—
τετροφωνία
—
ζυμωτός
—
γλυπτός
—
θαλασσινομανιταρόσουπα
—
καταναλωθείς
—
ντρίτος
—
ελάφρωμα
—
ιμπεριαλιστής
—
ελαφάκι
—
κατάφρακτο
—
αμαθήτευτος
—
βουτυρόπαιδο
—
ίσον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве