Новогреческий словарь
μονολογώ
μονολογώ
произносить монолог; говорить с самим собой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
произносить монолог
? —
μονολογώ
как на
(ново)греческом
будет слово
говорить с самим собой
? —
μονολογώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονολογώ
? — произносить монолог, говорить с самим собой
#
(ново)греческий словарь
—
ενσφηνώνω
—
πολύπλευρο
—
κανάτι
—
σόντέκνισσα
—
καλλίμορφος
—
προνοητικότητα
—
αλβινισμός
—
γυναικοδουλειά
—
μελιτζανύς
—
προστιμάρισμα
—
απόζυμο
—
αστοκρατία
—
απολίτιστα
—
συμπεθερικός
—
εξωκλήσι
—
μπάνικος
—
προσόρμιση
—
νιόφερτος
—
θεσμοθεσία
—
ακρέμαστος
—
λεκάνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω