Новогреческий словарь
προτρέχω
προτρέχω
(αόρ. προέτρεξα и προέδραμον)
забегать вперёд
;
~ τινός — обгонять, опережать (кого-что-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
забегать вперёд
? —
προτρέχω
как с
(ново)греческого
переводится слово
προτρέχω
? — забегать вперёд
#
(ново)греческий словарь
—
βαρκάρης
—
μπλοφάρω
—
ανθρωποφαγία
—
ξυλοποικιλτική
—
πετροβολάς
—
δύσμοιρος
—
τρομπάρισμα
—
γυφτουριά
—
σειώ
—
ολιγοήμερος
—
τούμπανο
—
ανέκαθεν
—
κινηματογραφόφιλος
—
ξαναμωραίνω
—
νεκροφάνεια
—
χρεοπιστώνω
—
βαλελίκι
—
φλωρί
—
αψύχωτος
—
μοσκοβόλια
—
πατήρ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве