κακοφαίνετοι
κακοφαίνετοι
(αόρ. κακοφάνηκε) απρόσ.
неприятно; обидно, досадно;
μού (σου, τού κ.λ.π.) ~... — [phrase]мне (тебе, ему и т. д.) неприятно...[/phrase];
μού ~άνηκε πολύ πού δέν ήρθε — [phrase]мне было очень обидно, неприятно(__,__) что он не пришёл[/phrase];
μήν σού ~ или μήν σού ~ανεί — [phrase]не в обиду тебе будь сказано[/phrase]
внешние ссылки
озвучка |
ru.wiktionary |
el.wiktionary |
en.wiktionary |
greek-language.gr |
как на (ново)греческом будет слово неприятно? — κακοφαίνετοιкак на (ново)греческом будет слово обидно? — κακοφαίνετοιкак на (ново)греческом будет слово досадно? — κακοφαίνετοιкак с (ново)греческого переводится слово κακοφαίνετοι? — неприятно, обидно, досадно
#(ново)греческий словарь —
ακιδοφόρος
—
αχρόνιαστος
—
σκελετίνη
—
κοινωνικός
—
αντιδικώ
—
διάδηλος
—
χυλοποίηση
—
μακρυμάνικος
—
αμπορμπέριστος
—
διατρέφομαι
—
επικαλώ
—
ξέσις
—
φώσων
—
ιστορικά
—
υπότιτλος
—
άσπιλος
—
αμεταφόρητος
—
ερπετοειδής
—
υπερκαταναλωτισμός
—
προπαραμονή
—
αντικοινοβουλευτικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
переводы с персидского языка,
литовский словарь,
шведско-русский словарь,
сборка мебели в Москве