|
страдающий одышкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий одышкой? — δυσπνοϊκός как с (ново)греческого переводится слово δυσπνοϊκός? — страдающий одышкой — ανεκτικός — απαραποίητος — κουρμπάτσι — προφύσιον — αγκωνάρι — διαμοιράζω — αμφιδέξιος — εμφυτευτικός — διευθύνομαι — ρεζεδάς — ενσχοίνιση — αγριλίσιος — μεταλλογραφικός — γερνάω — ξεθάψιμο — ανατραντάζω — αφωτογράφητος — τρισκόταδο — ατρακτοειδής — νοιάζει — ανεκτός |
|||