|
η дикое вьющееся растение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дикое вьющееся растение? — αγράμπελη как с (ново)греческого переводится слово αγράμπελη? — дикое вьющееся растение — ακατόρθωτος — προστακτική — λινοσέντονο — τυλοφθόρος — μοργάρω — τσακμακόπετρα — δυσανάγνωστος — αποθέτω — παραμυθάκι — μισοφαγωμένος — εμβολιάζω — ρινοφάρυγγας — αραβούργημα — υπεράσπιση — κλητεύω — αχαιρέτιστός — ελαφρόνους — αμφίκαμπτος — μπέμπελη — καμπούριασμα — διαμοιράζομαι |
|||