Новогреческий словарь
αλαταποθηκάρνος
αλαταποθηκάρν|ος
ο
кладовщик соляного склада
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кладовщик соляного склада
? —
αλαταποθηκάρνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαταποθηκάρνος
? — кладовщик соляного склада
#
(ново)греческий словарь
—
λεμφαδενίτις
—
ψυχρά
—
κρηνίδα
—
ολιγοφαγία
—
τραγουδάκι
—
αδελφώνομαι
—
διαπαιδαγώγηση
—
λαχανόπιττα
—
τριανταριά
—
φαντασμαγορικός
—
ευθυμολογώ
—
καφουρόλαδο
—
γρατζουνάω
—
υιός
—
Αμαζόνα
—
σημαιοφόρος
—
εβραίϊκος
—
γυναικάκιας
—
σιλλιμανίτης
—
ψυχοκτονία
—
αποχαύνωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве