|
мед. противоастматический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противоастматический? — αντιασθματικός как с (ново)греческого переводится слово αντιασθματικός? — противоастматический — αναγνωρίσιμος — μεγαλωμένος — δοξασμένος — επιπλάς — ματαβάφω — τριχιά — μπενζίνο — ξετινάζω — εξαρτώμαι — τρεχάμενος — έμμοχθος — προβατοτροφία — χαρτοποιείο — πεντηκόνταρχος — αναλφαβητισμός — αμελκτικός — λακωνίζειν — σαρμαδάκι — φά — επτάμηνο — αποβυζαίνω |
|||