|
(-εως) η хим. денитрификация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово денитрификация? — εκνίτρωση как с (ново)греческого переводится слово εκνίτρωση? — денитрификация — ξιφίδιο — συμφιλιωτής — προβεβλημένος — κεντρώος — αδερφικός — κεδρωτός — εξώδερμα — αθόρυβος — ακολλάριστος — τού — αραίωση — πηδαλιουχία — άθλημα — ημίκοσμο — ἐξεχασμένος — ανεπίληπτα — μελαγχολία — καθρέφτισμα — στάμπα — ραγιαδισμός — ερωτύλος |
|||