|
ο застенчивый, скромный человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово застенчивый? — εντροπιάρης как на (ново)греческом будет слово скромный человек? — εντροπιάρης как с (ново)греческого переводится слово εντροπιάρης? — застенчивый, скромный человек — φωτοτηλέγραφος — ναυπηγική — κατακεφαλιά — καυσιμότης — οδοντοϊατρική — ζευγαροχαλάστρα — σβήσιμο — ποτοαπαγόρευση — νευράς — τραγωδός — ένταση — ένορκος — σκουλλί — διεισδυτικότητα — λεπτολόγία — ιερατεία — τριανταένα — υστερώ — ιμπρεσσιονισμός — προσφυγιά — ανάκτορο |
|||