|
бельгийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бельгийский? — βελγικός как с (ново)греческого переводится слово βελγικός? — бельгийский — ανήρεσα — σκωλήκιον — βρεφοστάθμη — ξανακυλάω — οποθενδήποτε — καρύκι — εξολόθρεμα — κετόναι — τσούζω — σακατεύω — μιμόρχημα — μπελλαντόνα — καμινεύτρια — εκατοστόγραμμον — συγκαταβατικά — φιαλοθήκη — αποκρυγαίνω — αγγονός — κατάπηγμα — μονογράφω — πικραντικός |
|||