Новогреческий словарь
δίχηλα
δίχηλα
τα зоол.
парнокопытные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
парнокопытные
? —
δίχηλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίχηλα
? — парнокопытные
#
(ново)греческий словарь
—
φωτοτακτισμός
—
ζορμπάς
—
διακόνεμα
—
υδρολόγος
—
ξεφύσημα
—
παρασημοφορώ
—
βασανιστήριο
—
αντιλογώ
—
ασύρικτος
—
πρύμος
—
πάνδεινα
—
βηματισμός
—
στολίστρα
—
σουρώνω
—
τρέχω
—
αποκενώνω
—
ομοβροντία
—
ξακοσαριά
—
αντικρατικός
—
κουμπαρούλι
—
επανάκτησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве