Новогреческий словарь
ουτοπήστρια
ουτοπήστρια
η
утопистка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утопистка
? —
ουτοπήστρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουτοπήστρια
? — утопистка
#
(ново)греческий словарь
—
εκγερμανίζω
—
χρονικώς
—
εκτροχιασμός
—
στενογράφηση
—
αφελος
—
υπερτίμηση
—
αποστάτης
—
αλέκιαστος
—
αράσβολος
—
λουφατζής
—
γαυγίζω
—
παλαιολιθικός
—
λόξευση
—
μαρξιστής
—
αλκοολισμός
—
κοπελλίστικος
—
κακοφέρνομαι
—
γρεναδιέρος
—
αεροεξπρές
—
αποκατασταίνω
—
φριζάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве