|
η прыжок; скачок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прыжок? — πηδηξιά как на (ново)греческом будет слово скачок? — πηδηξιά как с (ново)греческого переводится слово πηδηξιά? — прыжок, скачок — γραμματόσημο — ευφραντικός — πολύπλευρο — χειλεοπλασία — εκχυτήρ — λούπης — αρκαντάσης — ανυπεύθυνος — ημίτυφλος — σιαλογόνος — εκδημοκρατισμός — διαλλακτικότητα — υποδηματοεπιδνορθωτήριο — υψομετρία — καθήκον — ενδέκατο — ωστόσο — αλήθεια — ζηλωτής — ζαβά — εύδαιμονώ |
|||