Новогреческий словарь
επάλειμμα
επάλειμμα
το 1)
смазка
(мазь, жир и т. п.);
2)
обмазка
;
~ ασβέστου — известковая обмазка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смазка
? —
επάλειμμα
как на
(ново)греческом
будет слово
обмазка
? —
επάλειμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
επάλειμμα
? — смазка, обмазка
#
(ново)греческий словарь
—
πολυεθνικός
—
σκιτσάρω
—
διαταράσσω
—
διατηρητέος
—
θεονήσηκος
—
συμπερασμός
—
ουλτραμοντέρνος
—
ασωπασιά
—
άρχων
—
μπαγάσας
—
αιματίτης
—
εκκίνηση
—
καρβουνιά
—
θεσμοθέτης
—
ξεκατίνιασμα
—
δρομάδα
—
πατρωνυμικό
—
ακροφυής
—
μοσχοπουλάω
—
χέλυον
—
λοχεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве